εγκαθέζομαι

εγκαθέζομαι
ἐγκαθέζομαι (Α)
1. κάθομαι κάπου, παίρνω μια θέση
2. μένω κάπου μόνιμα, εγκαθίσταμαι
3. στρατοπεδεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαθεζομένων — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid fem gen pl ἐγκαθέζομαι sit pres part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζόμενον — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid masc acc sg ἐγκαθέζομαι sit pres part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεδεῖται — ἐγκαθέζομαι sit fut ind mid 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζομένη — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζομένην — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζομένους — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζόμενα — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζόμεναι — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζόμενοι — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθεζόμενος — ἐγκαθέζομαι sit pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”